- παρηγορικός
- -ή, -ό / παρηγορικός, -ή, -όν, ΝΑ [παρήγορος]νεοελλ.1. ιατρ. χαρακτηρισμός θεραπευτικής μεθόδου που αποβλέπει στην ανακούφιση τών συμπτωμάτων ενός ασθενούς, η κατάσταση τού οποίου δεν επιδέχεται αιτιολογική θεραπεία2. φρ. «παρηγορικό ελιξίριο- (φαρμ.) καμφορούχο βάμμα οπίου το οποίο χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν κατά τής διάρροιας(αρχ) 1ενθαρρυντικός2. κατευναστικός, καταπραϋντικός («παρηγορικὸν φάρμακον», Γαλ.).επίρρ...παρηγορικώς και -ά / παρηγορικῶς, ΝΑνεοελλ.με παρηγορικό τρόποαρχ.με ήπια μέσα.
Dictionary of Greek. 2013.