παρηγορικός

παρηγορικός
-ή, -ό / παρηγορικός, -ή, -όν, ΝΑ [παρήγορος]
νεοελλ.
1. ιατρ. χαρακτηρισμός θεραπευτικής μεθόδου που αποβλέπει στην ανακούφιση τών συμπτωμάτων ενός ασθενούς, η κατάσταση τού οποίου δεν επιδέχεται αιτιολογική θεραπεία
2. φρ. «παρηγορικό ελιξίριο- (φαρμ.) καμφορούχο βάμμα οπίου το οποίο χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν κατά τής διάρροιας
(αρχ) 1
ενθαρρυντικός
2. κατευναστικός, καταπραϋντικός («παρηγορικὸν φάρμακον», Γαλ.).
επίρρ...
παρηγορικώς και -ά / παρηγορικῶς, ΝΑ
νεοελλ.
με παρηγορικό τρόπο
αρχ.
με ήπια μέσα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρηγορικά — παρηγορικός encouraging neut nom/voc/acc pl παρηγορικά̱ , παρηγορικός encouraging fem nom/voc/acc dual παρηγορικά̱ , παρηγορικός encouraging fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηγορικώτερον — παρηγορικός encouraging adverbial comp παρηγορικός encouraging masc acc comp sg παρηγορικός encouraging neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηγορικωτέρων — παρηγορικός encouraging fem gen comp pl παρηγορικός encouraging masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηγορικῶν — παρηγορικός encouraging fem gen pl παρηγορικός encouraging masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηγορικόν — παρηγορικός encouraging masc acc sg παρηγορικός encouraging neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηγορικώτατον — παρηγορικός encouraging masc acc superl sg παρηγορικός encouraging neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηγορικαί — παρηγορικός encouraging fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηγορικοῖς — παρηγορικός encouraging masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηγορικοί — παρηγορικός encouraging masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρηγορικοῦ — παρηγορικός encouraging masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”